- ξεμυάλισμα
- το, -ατος1. χάσιμο του λογικού, της πνευματικής διαύγειας.2. διαφθορά, παραπλάνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεμυάλισμα — το 1. ξελόγιασμα, το να χάνει κανείς τα λογικά του ή να κάνει κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. εξώθηση στη διαφθορά με παραπλανητικά μέσα, ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… … Dictionary of Greek
ηπερόπευμα — ἠπερόπευμα, τό (Α) [ηπεροπεύω] το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα … Dictionary of Greek
ξελόγιασμα — το [ξελογιάζω] το αποτέλεσμα τού ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, αποπλάνηση … Dictionary of Greek
αποπλάνηση — η ξεμυάλισμα, εξαπάτηση (βλ. αποπλανώ)· «αποπλάνηση του φωτός», φαινομενική εκτροπή του φωτός των απλανών αστέρων, η οποία οφείλεται στην κίνηση της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελόγιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, παραπλάνηση, αποπλάνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)